- τυτώ
- τυτώ, οῦς, ἡ,A night-owl, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυτώ — Νυχτόβιο αρπακτικό πουλί (tyto alba) της οικογένειας των τυτονιδών, της τάξης των γλαυκόμορφων. Λέγεται και στριξ. Έχει συνολικό μήκος περίπου 35 εκατοστά, με άνοιγμα στις φτερούγες σχεδόν 1 μ. H τ. είναι αρκετά διαδεδομένη με μερικά υποείδη, σε… … Dictionary of Greek
потатуйка — удод . Возм., звукоподражательного происхождения, как греч. τυτώ ̇ γλαύξ (Гесихий), лит. tūtuoti дудеть , tutlỹs, tutùtis удод , англос. Þûtan издавать звук , нов в. н. tuten дудеть или греч. τοῦτις ̇ ὁ κόσσυφος (Гесихий), ταύτασος. ὄρνις… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τούτις — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κόσσυφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. (βλ. λ. τυτώ)] … Dictionary of Greek
tu, tutu — tu, tutu English meaning: chirping of birds Deutsche Übersetzung: Vogelruf; also von andern dumpfen Schalleindrũcken Material: O.Ind. thuthukr̥t m. “ein certain bird, Ringeltaube”; Gk. τυτώ ἡ γλαῦξ Hes., τοῦτις ὁ κόσσυφος Hes.;… … Proto-Indo-European etymological dictionary